καλοέργαστος

καλοέργαστος
καλοέργαστος
well-wrought
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλοέργαστος — η, ο (Μ καλοέργαστος, ον) (για γη) καλοεργασμένη, καλοδουλεμένη, καλά καλλιεργημένη νεοελλ. (για πράγματα) αυτός που είναι εύκολος στην κατεργασία («καλοέργαστο ξύλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”